- μουράγιο
- το1. κρηπίδωμα λιμανιού, προκυμαία2. στον πληθ. τα μουράγιαα) τείχηβ) πυροβόλα όπλα που είναι τοποθετημένα σε τείχη.[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. muragia].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μουράγιο — το (λ. ιταλ.), κρηπίδωμα, προκυμαία: Περίμενε στο μουράγιο το γυρισμό του άντρα της του καπετάνιου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μοράγιο — μοράγιο, τὸ (Μ) βλ. μουράγιο … Dictionary of Greek
αγάντα — η (λ. ιταλ.) 1. πιάσιμο από κάπου για να κρατηθεί κανείς ή να σπρώξει: Κάνε αγάντα (ή απλώς) Αγάντα! (σπρώχνε ή βάστα). 2. πάσσαλος ή κρίκος στην παραλία για πρόσδεση πλοίου: Έβλεπες στο μουράγιο πολλές αγάντες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κρηπίδα — η 1. βάση οικοδομήματος. 2. το πλησιέστερο προς την ξηρά τμήμα του βυθού της θάλασσας. 3. λιθόκτιστη άκρη όχθης ποταμού ή προκυμαίας, μουράγιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κρηπίδωμα — το, ατος 1. πλατύ υπόβαθρο οικοδομήματος: Βρήκαν το κρηπίδωμα αρχαίου ναού. 2. μουράγιο. 3. το πρόσθετο χτιστό δάπεδο που είναι δεξιά και αριστερά της σιδηροδρομικής γραμμής και βοηθάει στην επιβίβαση και αποβίβαση των ταξιδιωτών και των… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)